πρωτοβγάζω

πρωτοβγάζω
και πρωτοβγάνω Ν
1. βγάζω κάτι για πρώτη φορά («τώρα αρχίζει να πρωτοβγάζει δόντια»)
2. τραβώ κάτι εγώ πρώτος («αυτός πρωτόβγαλε μαχαίρι»)
3. ανακοινώνω, κοινοποιώ ή διαδίδω κάτι εγώ πρώτος
4. (σχετικά με έντυπα) εκδίδω, δημοσιεύω πρώτος
5. διαδίδω κάτι ως μόδα πρώτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοβγάζω — πρωτόβγαλα, πρωτοβγήκα, πρωτοβγαλμένος 1. βγάζω κάτι για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτοβγάλαμε κεράσια. 2. βγάζω κάτι πρώτος: Αυτός πρωτόβγαλε το ψέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόβγαλτος — η, ο, Ν [πρωτοβγάζω] 1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που για πρώτη φορά εμφανίζεται ή αυτός που παράγεται για πρώτη φορά 2. (ιδίως για προϊόντα) αυτός που για πρώτη φορά κατασκευάζεται ή κυκλοφορεί στην αγορά για πώληση 3. (για πρόσ.) α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • πρωτο- — και πρωτό , α συνθετικό πολλών λέξεων: Πρωτόπειρος, πρωτοβάθμιος, πρωτοβγάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”