- πρωτοβγάζω
- και πρωτοβγάνω Ν1. βγάζω κάτι για πρώτη φορά («τώρα αρχίζει να πρωτοβγάζει δόντια»)2. τραβώ κάτι εγώ πρώτος («αυτός πρωτόβγαλε μαχαίρι»)3. ανακοινώνω, κοινοποιώ ή διαδίδω κάτι εγώ πρώτος4. (σχετικά με έντυπα) εκδίδω, δημοσιεύω πρώτος5. διαδίδω κάτι ως μόδα πρώτος.
Dictionary of Greek. 2013.